- σημειογραφικός
- -ή, -ό / σημειογραφικός, -ή, -όν, ΝΜ [σημειογραφία / σημειογράφος]νεοελλ.αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σημειογραφία, στην παράσταση τών μουσικών φθόγγων με διάφορα σημείαμσν.αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σημειογράφο, στενογραφικός.επίρρ...σημειογραφικώς Νμε σημειογραφικό τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.